- οργανοποιικός
- ὀργανοποιικός, -ή, -όν (Α) [οργανοποιός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή οργάνων ή εργαλείων2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀργανοποιικάβιομηχανία πολεμικών μηχανημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.